εμπασιά

εμπασιά
εμπασιά, η και έμπαση, η και μπασιά, η
1. το μέρος από όπου μπαίνει κανείς κάπου, το έμπα, η είσοδος.
2. στενός δρόμος: Χωρίζει τα σπίτια τους μια εμπασιά.
3. η παλίρροια (αντίθ. εβγαλσιά).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εμπασιά — και μπασιά και έμπαση, η 1. το μέρος απ όπου μπαίνει κανείς, η είσοδος 2. στενός δρόμος 3. το φαινόμενο ή ο χρόνος κατά τον οποίο τα νερά τής θάλασσας επανέρχονται στην αρχική τους θέση, παλίρροια …   Dictionary of Greek

  • εμβασία — και εμπασιά και μπασιά και μπασία, η (Μ ἐμβασία) 1. είσοδος 2. πέρασμα, δίοδος 3. σύνορα, παραμεθόρια περιοχή 4. εισβολή, έφοδος, επίθεση …   Dictionary of Greek

  • μπασιά — Οικισμός (41 κάτ.) του νομού Τρικάλων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κλεινόβου. * * * και εμπασιά, η 1. το μέρος από όπου μπαίνει κανείς κάπου, είσοδος 2. στενωπός που επιτρέπει τη διάβαση 3. πλημμύρα, παλίρροια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐμβασία <… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”