- εμπασιά
- εμπασιά, η και έμπαση, η και μπασιά, η1. το μέρος από όπου μπαίνει κανείς κάπου, το έμπα, η είσοδος.2. στενός δρόμος: Χωρίζει τα σπίτια τους μια εμπασιά.3. η παλίρροια (αντίθ. εβγαλσιά).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.